- ἑλκόμενοι
- ἕλκωsulcuspres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
влекомъ — (51) прич. страд. наст. к влещи. 1.В 1 знач.: из морѩ влекомы. [многоножные рыбы] члѣнъми ѥмлютсѩ камень˫а. (ἐξελκομένων) ГБ XIV, 150б. 2. Во 2 знач.: прiвѩзана быста къ конема идѩста прѣдъ кн҃земѣ влекома въ сардоу ПрЛ XIII, 51б; видите и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
COLCHE — inter Oceani Orientalis oppida et Indica, apud Aethicum in Cosmogr. Sigoton, Palibothra, Alexandropolis, Adlenitae, Colche, Patale: uti in duobus antiquissimis Regiae Bibliothecae codicibus scriptum. At in alio longe vetustissimo Thuanaeo, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek